- αντιβάτης
- ο (Α ἀντιβάτης)νεοελλ.1. ο φορτωτήρας2. μοχλός με τον οποίο γυρίζει το αντί τού αργαλειούαρχ.1. μοχλός θύρας, αμπάρα2. στύλος μπηγμένος στο έδαφος για την στήριξη θημωνιάς3. μτφ. προστάτης, φίλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιβάτην — ἀντιβάτης bolt of a door masc acc sg (attic epic ionic) ἀντιβαίνω go against aor ind act 3rd dual (epic) ἀντιβαίνω go against aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιβάτου — ἀντιβάτης bolt of a door masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιβάτῃ — ἀντιβάτης bolt of a door masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)